ἄστοχα

ἄστοχα
ἄστοχος
missing the mark
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • άστοχος — η, ο (AM ἄστοχος, ον) 1. αυτός που δεν πετυχαίνει τον στόχο του, που σκοπεύει χωρίς επιτυχία 2. ο ασυλλόγιστος, ο απερίσκεπτος 3. ο άσκοπος, ο μάταιος νεοελλ. ο άκαρπος («άστοχη γή, άστοχα γεννήματα») …   Dictionary of Greek

  • εικοβολία — εἰκοβολία, η (Α) το να μιλάει κανείς άστοχα ή επιπόλαια …   Dictionary of Greek

  • εικοβολώ — εἰκοβολῶ ( έω) (Α) 1. μιλώ άσκοπα ή ασυλλόγιστα 2. εκτοξεύω βλήματα άστοχα …   Dictionary of Greek

  • ζαβός — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από την Ιθάκη. 1. Βασίλειος. Διετέλεσε βουλευτής της Ιονίου πολιτείας. Σπούδασε στην Ιταλία ιατρική, μαθηματικά και φιλοσοφία και αργότερα επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου ασχολήθηκε με την πολιτική.… …   Dictionary of Greek

  • μετρική — Τα αρχαία ποιητικά κείμενα των διάφορων ινδοευρωπαϊκών φυλών παρουσιάζουν ένα ή περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά, γεγονός που αποδεικνύει την κοινή καταγωγή τους. Αυτό το δεδομένο οδήγησε, ήδη από τη δεύτερη πεντηκονταετία του 19ου αι., στη… …   Dictionary of Greek

  • σία — Ν 1. ναυτ. παράγγελμα τής κωπηλασίας σε εκτέλεση τού οποίου οι κωπηλάτες λάμνουν κατ αντίθετη φορά, με σκοπό την ανακοπή τής πορείας τής λέμβου 2. φρ. «σία κι αράξαμε» (με ειρωνική και μτφ. σημ. και, κυρίως, όταν πρόκειται για έργα ή λόγια άστοχα …   Dictionary of Greek

  • τοξεύω — ΝΜΑ [τόξον] 1. ρίχνω με το τόξο 2. συνεκδ. χτυπώ, τραυματίζω κάποιον με βέλος («τοξεύειν ἔλαφον», Αριστοτ.) 3. (γενικά) εκτοξεύω, εξακοντίζω, εξαπολύω (α. «τοξεύειν ὕμνους», Πίνδ. β. «ταῡτα νοῡς ἐτόξευσεν μάτην», Ευρ.) αρχ. 1. βάλλω εναντίον… …   Dictionary of Greek

  • άγαμι — Πουλί της τάξης των γερανομόρφων. Πετάει λίγο και έχει το μέγεθος της κότας, εκτός από τον λαιμό και ιδίως τα πόδια του, που είναι πολύ μεγαλύτερα. Το φτέρωμά του είναι μαυροπράσινο στην πλάτη, άσπρο στον λαιμό και κοκκινωπό στην κοιλιά. Ζει σε… …   Dictionary of Greek

  • (α)γγίζω — άγγιξα, (α)γγίχτηκα, (α)γγιγμένος 1. εγγίζω, ακουμπώ: Τον άγγιξε ελαφριά και ξύπνησε. 2. ενοχλώ, στενοχωρώ: Τ άστοχα λόγια του τον άγγιξαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”